- προιωξις
- προΐωξιςπρο-ΐωξις-ιος (ῑω) ἥ преследование Hes.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προίωξις — προΐ̱ωξις , προίωξις pursuit of the foremost fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προΐωξις — ώξεως, ἡ, Α η εκ τών προτέρων καταδίωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἴωξις «επίθεση, καταδίωξη στη μάχη»] … Dictionary of Greek
προδίωξις — ώξεως, ἡ, Α [προδιώκω] η προς τα εμπρός ή η συνεχής καταδίωξη, προΐωξις* … Dictionary of Greek